Χαλέπι

Χαλέπι
I
(Χαλέμπ αραβικά). Πόλη (985.413 κάτ.), της βορειοδυτικής Συρίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού (16.142 τ. χλμ.), η οποία βρίσκεται περίπου 70 χλμ. από την ακτή, σε μια εύφορη όαση του υψιπέδου, και διασχίζεται από τον ποταμό Κουβέικ. To X., το οποίο έπειτα από διαδοχικούς σεισμούς τον 19ο αι., έχασε πολλά από τα αρχαία μνημεία του, είναι σήμερα το αξιολογότερο οικονομικό και βιομηχανικό κέντρο της χώρας και η πολυανθρωπότερη πόλη της Συρίας μετά τη Δαμασκό. Η οικονομία του βασίζεται, εκτός από την εμπορική του δραστηριότητα, στις βιομηχανίες υφαντουργίας, βυρσοδεψίας και ειδών διατροφής.
Κατά τη 2η χιλιετία π.Χ. ανήκε στους Χετταίους και κατόπιν έγινε σημαντικό εμπορικό κέντρο χάρη στη θέση του επί της διασταύρωσης των συγκοινωνιακών δρόμων μεταξύ Αιγύπτου και Μικράς Ασίας και μεταξύ Μεσογείου και Μεσοποταμίας. Όταν περιήλθε στην κυριαρχία των Τούρκων, γνώρισε διαδοχικά περιόδους ακμής και παρακμής, οι τελευταίες από τις οποίες οφείλονταν κυρίως στην ανακάλυψη της Αμερικής, που είχε ως συνέπεια να στρέψει το εμπορικό ρεύμα προς τον Ατλαντικό ωκεανό, αλλά και στο άνοιγμα της διώρυγας του Σουέζ.
Χαλέπι. Η συριακή αυτή πόλη είναι χτισμένη από τα πανάρχαια χρόνια.
II
Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ.) του νομού Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πασχαλιάς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νικηφόρος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ίδρυσε τη Μονή Χαρσιανού. Η μνήμη του τιμάται στις 23 Οκτωβρίου. 2. Ν. ο Φωκάς. Αυτοκράτορας του Βυζάντιου. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Δεκεμβρίου. 3. Πιάστηκαν αιχμάλωτοι μαζί με τον Στέφανο και… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Σελτζούκοι — Δυναστεία των Τούρκων Ογκούζ, που έπαιξε πρωταρχικό ρόλο στη μουσουλμανική Ανατολή του 11ου και 12ου αι. Ο πρώτος μέγας Σ. ήταν ο Τογκρούλ Μπεγκ, ο οποίος κυρίευσε το Χορασάν το Ιράν και εγκαταστάθηκε στη Βαγδάτη. Έγινε ο προστάτης του χαλιφάτου… …   Dictionary of Greek

  • γαία — Αρχέγονη ελληνική θεότητα, η οποία στη Θεογονία του Ησιόδου εμφανίζεται στην αρχική δημιουργία του κόσμου, αμέσως μετά το Χάος. Η Γ. γέννησε μόνη της τον Ουρανό, τον Πόντο και τα Όρη και ύστερα, με σύζυγο τον Ουρανό, τους Τιτάνες, τους Κύκλωπες… …   Dictionary of Greek

  • λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία …   Dictionary of Greek

  • συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • Αβάζα — Επώνυμο Τούρκων πασάδων που προέρχονταν από την περιοχή της Αβαζίας (της βυζαντινής Αβασγίας, σημερινής Αμπχαζίας). 1. Α. πασάς (17ος αι.). Έζησε την εποχή του σουλτάνου Μουράτ Δ’. Επαναστάτησε κατά του Μουράτ και για ένα διάστημα έλεγχε τη Μ.… …   Dictionary of Greek

  • Αθανάσιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Ταρσού. Μαρτύρησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Βαλεριανού (253 259), γιατί βάφτισε κάποια νέα που ονομαζόταν Ανθούσα. Συνεορτάζουν στις 22 Αυγούστου. 2. Ένας από τους 33 μάρτυρες, που… …   Dictionary of Greek

  • Αλ Μουταναμπί — (Al Mutanabi, 915 – 955 μ.Χ.). Προσωνύμιο του Ιρακινού ποιητή Αμπούλ Ταγίμπ Αχμάντ αλ Ντζουφί. Ήταν γιος ενός απλού νεροκουβαλητή και πέρασε τα παιδικά χρόνια του στην έρημο της Αραβίας, όπου μπόρεσε να γνωρίσει άριστα την αραβική γλώσσα. Με την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”